ὀστεολογίῃ

ὀστεολογίῃ
ὀστεολογία
extraction of bones
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οστεολογία — η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη) νεοελλ. ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού ερειστικού συστήματος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1. εξαγωγή οστών 2. περιγραφή τών οστών 3. πραγματεία σχετικά με τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”